- τρηματοεις
- τρηματόειςτρημᾰτόεις-όεσσα -όεν ноздреватый, пористый
(λίθος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λίθος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τρηματόεις — εσσα, εν, Α ο γεμάτος τρύπες, διάτρητος («τρηματόεις λίθος» πορώδης λίθος, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρῆμα, ατος + κατάλ. όεις* (πρβλ. ἀστερ όεις)] … Dictionary of Greek
τρηματόεντα — τρηματόεις porous neut nom/voc/acc pl τρηματόεις porous masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)